Είναι γελοίο, όπως αναφέρει ο Στυλιανός
Χουρμούζιος, και να φαντασθεί κάποιος ότι ήταν δυνατό να διατηρείται τέτοια
αρμονία σε πολυπληθείς χορούς, χωρίς να καθορίζεται και να σημειώνεται ακριβώς
κάθε φωνή.
Όμως και οι αρχαίοι Έλληνες εάν θεωρούσαν με τη
λέξη «πολυφωνία» τη σημερινή «αρμονία», φαίνεται πολύ παράξενο γιατί να μη
γράψουν εν εκτάσει γι’ αυτή[1].
Η δεύτερη ομάδα, την οποία
αναφέρει ο Στυλιανός Χουρμούζιος είναι αυτή που πιστεύουν ότι οι κλίμακες της
μουσικής μας δεν εμποδίζουν την εναρμόνιση αυτή, η οποία μπορεί να εφαρμοσθεί χωρίς
καμιά βλάβη ή αλλοίωση των μελών της, αρκεί να βρεθεί ο ικανός γι’ αυτό το
εγχείρημα. Συνήγοροι αυτής της θέσεως τότε ήταν ο κ. Ι. Πρωϊος και ο κ.
Σταματιάδης, καθηγητής των μαθηματικών στην Κωνσταντινούπολη.
Όπως αναφέρει ο κ. Πρωϊος, η
μονόφωνη μελωδία είναι ένας μόνο από τους κίονες του Παρθενώνα. Η πολύφωνη
μελωδία συμπληρώνει τους κίονας, οι οποίοι στέκονται εκεί, πανομοιότυποι, δια
του αυτού μέτρου και ρυθμού συμπληρούντες την αρμονία. Δεν είναι όμως «όλως
ξένη η μουσική προς τα συναισθήματα», αφού μπορεί κάποιος «να καταγοητεύηται εκ
μόνης της μουσικής χωρίς να ακούη ουδέ λέξιν του κειμένου»[2].
Όμως στην εκκλησιαστική μουσική αυτό που κυριαρχεί δεν είναι η μουσική αλλά το
να ακούονται με ευκρίνεια και καθαρότητα οι λέξεις του ποιητικού κειμένου. Η
μουσική έχει σκοπό να προσδώσει στις λέξεις ζωηρότερη έννοια και έμφαση.
(συνεχίζεται)
No comments:
Post a Comment