Του Χριστόδουλου Βασιλειάδη
Α.
Ο οικονόμος Χαράλαμπος στο θεωρητικό του δίνει τον εξής ορισμό για το ίσο και τον ισοκράτη: «ίσον λέγοντες εν τη ψαλτική,
εννοούμεν τον υπηχούντα βόμβον κατά την εκτέλεσιν εν τη Εκκλησιαστική μελωδία, τον ήχον της φωνής του βοηθού ψάλτου επί του κυριεύοντος ή δεσπόζοντος φθόγγου, ψαλλομένου ήχου τινός ή συστήματος. Ισοκράτην δε λέγοντες εννοούμεν τους βοηθούς του ψάλτου, τους μεν παίδας, διά φωνής συρομένης επί του επικρατούντος ή δεσπόζοντος φθόγγου, με ανάλογον ήχον, προς την φωνήν του ψάλλοντος, ίνα μη ο ήχος της φωνής αυτών σκιάζει ή καλύπτει την φωνήν του ψάλτου»[1].Όπως εξάγεται από κάποιους λίγους τους Μεγάλου Βασιλείου και του ιερού Χρυσοστόμου, το ισοκράτημα υπήρχε στην Εκκλησία των πρώτων αιώνων[2]. Στην αρχαία Εκκλησία γίνεται λόγος για υπήχηση[3]. Από διάφορες μαρτυρίες φαίνεται ότι η υπήχηση ήταν βοηθητική μελική γραμμή, η οποία συνόδευε το κύριο μέλος. Αυτή ήταν απλή, δεν εξαρτάτο από την πορεία της μελωδίας και ψαλλόταν με φωνή μαλακή. Αυτό υπονοεί η πρόθεση υπό στην λέξη υπήχηση. Αυτή η υπήχηση, την οποία βρίσκουμε στην αρχαία Εκκλησία είναι το σημερινό ισοκράτημα.
(Συνεχίζεται)
[1] Οικονόμου Χαραλάμπους, Βυζαντινής
Μουσικής Χορδή, Θεωρητικόν, Εν Ιερά Μητροπόλει Πάφου-Κύπρου 1940, σ. 149.
[2] Δ. Γ. ΠAΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ, Θεωρία κια πράξις
της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής, εκδ. Σωτήρ, Αθήναι 72003,
σ. 28.
[3] Βλ. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Επιστολές,
ΣΖ, PG 32, 764AB: «Εκ νυκτός
ορθρίζει παρ’ ημίν ο λαός επί τον οίκον της προσευχής, και εν πόνω και θλίψει
και συνοχή δακρύων εξομολογούμενοι τω Θεώ τελευταίον εξαναστάντες της προσευχής
εις την ψαλμωδίαν καθίστανται. Και νυν μεν διχή διανεμηθέντεςαντιψάλλουσιν
αλλήλοις, ομου μεν την μελέτην των λογίων εντεύθεν κρατύνοντες, ομού δε και την
προσοχήν και το αμετεώριστον της καρδίας εαυτοίς διοικούμενοι. Έπειτα, πάλιν
επιτρέψαντες ενί κατάρχειν του μέλους, οι λοιποί υπηχούσιν. Και ούτω εν τη
ποικιλία της ψαλμωδίας την νύκτα διενεγκόντες, μεταξύ προσευχόμενοι, ημέρας ήδη
υπολαμπούσης πάντες κοινή ως εξ ενός στόματος και μιάς καρδίας, τον της
εξομολογήσεως ψαλμόν αναφέρουσι τω Κυρίω, ίδια εαυτού έκαστος τα ρήματα της
μετανοίας ποιούμενοι». ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ΟΜΙΛΊΑ ΛΣΤ’ εις την Α’ προς
Κορινθίους, PG 61, 315: «Και γαρ μίαν εν εκκλησία δει φωνήν είναι αει, καθάπερ ενός
όντος σώματος. Διά τούτο και ο αναγινώσκων μόνος φθέγγεται. Και αυτός ο την
επισκοπήν έχων ανέχεται σιγή καθήμενος. Και ο ψάλλων ψάλλει μόνος. Κάν πάντες
υπηχώσιν, ως εξ ενός στόματος η φωνή φέρεται». ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Ομιλία ΙΑ’ εις το κατά Ματθαίον, PG 57, 200: «Αν δύο
ψαλμούς ή τρεις υπηχήσαντες και τας συνήθεις ευχάς απλώς και ως έτυχε
ποιούμενοι διαλυθήτε, νομίζετε αρκείν τούτο εις σωτηρίαν υμίν;». Πρβλ.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ, Θεωρία, σ. 289.
No comments:
Post a Comment